Καυκασία

Καυκασία
Καυκασίᾱ , Καύκασος
Mt. Caucasus
fem nom/voc/acc dual
Καυκασίᾱ , Καύκασος
Mt. Caucasus
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Καυκασίᾱ , Καυκασία
fem nom/voc/acc dual
Καυκασίᾱ , Καυκασία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Καυκάσια — Καύκασος Mt. Caucasus neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καύκασος ή Καυκασία — (Caucasia). Γεωγραφική περιοχή (440.000 τ. χλμ.), που περιλαμβάνει το απώτατο μέρος της δυτικής Ρωσίας (Βόρεια Καυκασία, παλαιότερα Εγγύς Καυκασία, Ciscaucasia) και τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (Υπερκαυκασία, Transcaucasia).… …   Dictionary of Greek

  • Καυκασίας — Καυκασίᾱς , Καύκασος Mt. Caucasus fem acc pl Καυκασίᾱς , Καύκασος Mt. Caucasus fem gen sg (attic doric aeolic) Καυκασίᾱς , Καυκασία fem acc pl Καυκασίᾱς , Καυκασία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καυκασίαν — Καυκασίᾱν , Καύκασος Mt. Caucasus fem acc sg (attic doric aeolic) Καυκασίᾱν , Καυκασία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυκάσιος — α, ο αυτός που αναφέρεται στον Καύκασο ή στη χώρα Καυκασία: Ανήκουν στην καυκάσια φυλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Кавказ — Новое заимств. из франц. Саuсаsе или нем. Kaukasus. Др. русск. Кавкасийскыѣ горы (Пов. врем. лет) из ср. греч. Καυκάσια ὄρη от Καύκασος, связанного с гот. hauhs высокий , лит. kaũkas шишка , kaukarà холм ; см. Шрадер–Неринг 1, 570. Прочие… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Кавказ — У этого термина существуют и другие значения, см. Кавказ (значения). В данной статье или разделе имеется список источников или внешних ссылок, но и …   Википедия

  • αραβίδα — (arabis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών, ιθαγενών των αρκτικών και εύκρατων περιοχών κυρίως του βορείου ημισφαιρίου. Πρόκειται για χνουδωτά φυτά με φύλλα ακέραια και άνθη λευκά, ροζ, μοβ ή γαλάζια.… …   Dictionary of Greek

  • καυκάσιος — α, ο (ΑΜ καυκάσιος, ία, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καύκασο νεοελλ. ως κύριο όν. ο Καυκάσιος, η Καυκασία αυτός που κατάγεται από τον Καύκασο …   Dictionary of Greek

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”